- τρυφεροστήμων
- τρῠφερο-στήμων, ον, gen. ονος,A of delicate warp or texture, Sch.Lyc.863.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφεροστήμων — ον, Α αυτός που έχει λεπτό στημόνι, λεπτή υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + στήμων (πρβλ. χρυσο στήμων)] … Dictionary of Greek
τρυφεροστήμονας — τρυφεροστήμων of delicate warp masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)